- συναναγινώσκω
- σύν-ἀναγιγνώσκωknow wellpres subj act 1st sg (ionic)σύν-ἀναγιγνώσκωknow wellpres ind act 1st sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναναγιγνώσκω — ΜΑ, και συναναγινώσκω Μ διαβάζω κάτι σε συνεργασία με άλλους(«φιλολόγους συναναγιγνώσκοντας», Πλούτ.) μσν. διαβάζω κάτι μεταξύ τών άλλων, μαζί με άλλα … Dictionary of Greek